- φθισιολογία
- η, Νιατρ. φυματιολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phtisiologie < φθίση /-ις + -λογία*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φθισιολογία — η η φυματιολογία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek